Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

http://chronas.org/

read history with this

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016


Non esiste alcun dovere della vita,
vi è solo il dovere dell’essere felici.
Per questo solo, noi siamo al mondo,
e con tutti i doveri
e con tutta la morale
e con tutti i comandamenti
difficilmente ci si rende felici l’un l’altro,
perché non si rende felici se stessi.
Se l’uomo può essere buono,
lo può essere solo
se egli è felice,
se egli ha in se stesso armonia,
quindi se egli ama.
Questo è stato l’insegnamento,
il solo insegnamento del mondo;
Questo diceva Gesù,
questo diceva Budda,
questo diceva Hegel.
Per ognuno l’unica cosa importante al mondo è:
la propria interiorità
la propria anima
la propria capacità di amare.
Se queste sono in ordine
si possono mangiare miglio o dolci,
portare stracci o gioielli.
Allora il mondo risuonerà chiaramente con l’anima,
tutto è buono,
tutto è in ordine.

(Hermann Hesse)

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Με την κατάκτηση των Βαλκανίων οι Οσμανλήδες έρχονται αντιμέτωποι με μια νέα κατάσταση. Την διοίκηση μιας αχανούς αυτοκρατορίας. Από ένα μικρό σουλτανάτο της κεντρικής Μικράς Ασίας, με πληθυσμό τουρκομανικό, εξελίσσονται σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία με πλήθος διαφορετικών λαών, θρησκειών και παραδόσεων, εν πολλοίς ξένων προς την τουρκομανική παράδοση και κουλτούρα. Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι, Εβραίοι και πολλοί ακόμη λαοί έπρεπε να ενταχθούν λειτουργικά στην αχανή αυτοκρατορία που δημιούργησαν οι απόγονοι του Οσμάν. Μια δύσκολη πρόκληση που απαιτούσε μαεστρία διπλωματική και πυγμή στρατιωτική, σε δόσεις όμως που ποίκιλαν ανάλογα με την περιοχή και το λαό που καλούνταν να υποτάξουν κάθε φορά οι Οσμανλήδες. Ουσιαστικά ο βαλκανικός κορμός, μέχρι το 1460, έχει υποκύψει στους Οθωμανούς «γαζήδες», τους μαχητές της πίστης, που διεξάγουν την «τζιχάντ», τον ιερό πόλεμο, σύμφωνα με τα κελεύσματα του ιερού Κορανίου. Το έργο της κατάκτησης αποδείχτηκε σχετικά εύκολο, αφού οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των Βυζαντινών είχαν κατακερματίσει την άλλοτε κραταιά βυζαντινή αυτοκρατορία σε μικρά και ασθενικά δεσποτάτα, που αδυνατούσαν να προτάξουν μια ενιαία αντίσταση στους Οσμανλήδες γαζήδες. Όταν εξασφαλίστηκε η ειρήνη οι Οθωμανοί προχώρησαν σε επιχειρήσεις πληθυσμιακής ανανέωσης, κυρίως για την εκμετάλλευση των εδαφών και την συνακόλουθη φορολόγηση. Ακολουθώντας το παράδειγμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εγκαθιστούν Τούρκους νομάδες της Ανατολίας (γιουρούκους και κονιάρους) στην Μακεδονία και την Θράκη. Ο σουλτάνος στη νέα του πρωτεύουσα, την Ιστανμπούλ, ήθελε να αισθάνεται ασφαλής στηριζόμενος σε πιστούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Έχοντας θριαμβεύσει στα πεδία των μαχών, οι Οσμανλήδες θα δοκιμάζονταν πλέον στη διαχείριση των λαών που κληρονόμησαν από την καταρρέουσα βυζαντινή αυτοκρατορία.
Λίγα μας είναι γνωστά για τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας.Οι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, ήδη από τον 12ο αιώνα, είχαν μπει στη διαδικασία του εξισλαμισμού, πράγμα που δεν μπορούσε να συμβεί στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές των Βαλκανίων που κυριαρχούσαν οι χριστιανοί Έλληνες, Αλβανοί και Σλάβοι στα νότια και στις παράλιες περιοχές και οι Ρουμάνοι χριστιανοί στα βόρεια του Δούναβη. Αυτούς τους ετερόκλητους πληθυσμούς έπρεπε οι απόγονοι του Οσμάν, αφού τους κατέκτησαν, να τους διοικήσουν. Και το κατάφεραν, εγκαθιστώντας για περίπου 400 χρόνια την δική τους ειρήνη στα Βαλκάνια, την pax ottomanica.
Πρέπει να τονιστεί ότι οι Οσμανλήδες δεν είχαν ιδέα τού τι σημαίνει κοσμικό κράτος. Ο Σουλτάνος εφαρμόζει τηνcharia, τον θείο νόμο που διαχωρίζει τους υπηκόους του στους moslem, τους πιστούς και τους zimmi, τους προστατευόμενους μη μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας. Οι τελευταίοι, ονομάζονται και gavur (γκιαούρης ελληνιστί), προστατεύονταν όσο τηρούσαν την ισλαμική νομιμότητα και πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο. Στα Βαλκάνια, την περιοχή του Ρουμ για τους Οσμανλήδες, οι «άπιστοι» υπερτερούσαν πληθυσμιακά των πιστών του Προφήτη. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος ενσωμάτωσης των zimmi στο οργανισμό της αυτοκρατορίας, παρότι η τελευταία τους θεωρούσε υπηκόους δεύτερης κατηγορίας και τους επέβαλε αρκετούς περιορισμούς, όπως την απαγόρευση χρήσης του πράσινου χρώματος στο ντύσιμο τους ή την απαγόρευση να χτίζουν σπίτια ψηλότερα των μουσουλμάνων. Έτσι η οθωμανική εξουσία δημιουργεί έναν από τους σημαντικότερους και ευφυέστερους θεσμούς στην αυτοκρατορία, το millet, δηλαδή μια θρησκευτική κοινότητα. Η μετάφραση του millet, λανθασμένα, ταυτίζεται με την δυτική έννοια του έθνους. Καμία όμως σχέση δεν είχε με το έθνος, αλλά με την θρησκευτική κοινότητα στην οποία κάποιος ανήκε. Το Rum millet δεν σήμαινε το έθνος των Ρωμαίων, αλλά την θρησκευτική κοινότητα των χριστιανών των Βαλκανίων, στην οποία ήταν ενταγμένοι όλοι οι χριστιανοί Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι. Κεφαλή του κάθε millet είχε οριστεί ένας millet Bachi με αρμοδιότητες στο οικογενειακό δίκαιο, την θρησκεία, τα σχολεία, τα νοσοκομεία. Το κάθε millet ακολουθούσε τους κανόνες της θρησκείας του, σε θέματα ηθικής και θεολογίας, ενώ στους υπόλοιπους τομείς της ζωής ακολουθούσε τους νόμους της αυτοκρατορίας. Από τις πρώτες ενέργειες του Μεχμέτ Β΄ μετά την άλωση της Πόλης, είναι να βρει και να αναγορεύσει Πατριάρχη του Rum millet τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο, ενώ παράλληλα του παραχωρεί και ορισμένα προνόμια. Αντίστοιχα προνόμια παραχωρούνται και στα άλλα δυο millet των Αρμενίων και των Εβραίων με τον Μεχμέτ Β΄ να διορίζει μεγάλο ραβίνο τον Μωυσή Καψάλη. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της οργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν θεοκρατική, χωρίς όμως να επιδιώκει τη σύγκρουση των θρησκειών, αλλά αντίθετα μια πολιτική συνύπαρξης. Ειδικά σε περιοχές με πλειοψηφούν χριστιανικό στοιχείο οι Οθωμανοί έδωσαν πλήθος προνομίων και διοικητική αυτονομία, συνεργαζόμενοι με τους ντόπιους, παρά εξοβελίζοντας τους, εγκαθιστώντας την περίφημη «οθωμανική ανεκτικότητα» της pax ottomanica.
Από νωρίς οι Οσμανλήδες διαπίστωσαν ότι ο έλεγχος της βαλκανικής, τόσο λόγω απόστασης από την Πόλη, όσο και λόγω γεωγραφικής διαμόρφωσης ήταν ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδίσουν. Η βόρεια Αλβανία, το Μαυροβούνιο, περιοχές της Ηπείρου, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου απολαμβάνουν μια αυτονομία πραγματική, που περιοριζόταν μόνο από έναν φόρο, που πολλές φορές «ξεχνούσαν» και να πληρώσουν… Η διατήρηση των αυτόνομων κοινοτήτων ήταν μια ρεαλιστική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και συνέβαλε στην διατήρηση της Οθωμανικής κατοχής για τέσσερις εκατονταετίες στα Βαλκάνια.
Οι Πελοποννήσιοι είχαν, πέρα από τα προνόμια και τις υποχρεώσεις των λοιπών αυτόνομων κοινοτήτων, και το πλεονέκτημα να ασκούν πραγματικό «lobbying» στην ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Στα νησιά του Αιγαίου επικρατούσε παρόμοιο καθεστώς με αυτό της Μάνης. Σε πολλά από αυτά υπήρχε παράδοση αυτοδιοίκησης ήδη από τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια. Οι Κυκλάδες επί τουρκοκρατίας υπάγονταν στον ναύαρχο του στόλου, γεγονός που είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη διοίκηση τους, αφού απέφευγαν έτσι την μόνιμη παραμονή Οθωμανού αξιωματούχου. Μόνο τρία νησιά εξαιρούνταν της δικαιοδοσίας του ναυάρχου του στόλου,η Άνδρος, η Σύρος και η Τήνος.  Η Ύδρα για πολύ καιρό ουσιαστικά αγνοούταν από την οθωμανική εξουσία και μόλις στα 1667 τη βλέπουμε να εντάσσεται στους αυτοκρατορικούς φορολογικούς καταλόγους. Προϊσταμένη δύναμη στο νησί ήταν δυο έγγαμοι ιερείς, που κανόνιζαν τα κοινά, καθώς και δυο εκλεγμένοι επίτροποι με έναν γραμματικό. Για την είσπραξη των φόρων υπήρχε ένας ταμίας ενώ, το νησί διέθετε δική του πολιτοφυλακή για την τήρηση της τάξης. Η δικαιοσύνη απονεμόταν από ένα κοσμικό δικαστήριο, την καγκελαρία, και από ένα εκκλησιαστικό. Η μόνη υποχρέωση των Υδραίων, πέραν της φορολογίας, ήταν να συνεισφέρουν στο οθωμανικό ναυτικό έναν αριθμό ναυτών, τους καλιοντζίδες, τους οποίους και αναλάμβαναν να τρέφουν και να μισθοδοτούν.  
Τα Ζαγοροχώρια σχηματίζουν μεταξύ 1681- 1688 μια ομοσπονδία 47 χωριών, χωρίς ούτε έναν Τούρκο κάτοικο. Υπόκεινται στην δικαιοδοσία της βασιλομήτορος και  εκλέγουν τον δικό τους πρόεδρο που κατοικεί στα Ιωάννινα. Στην Ήπειρο υπάρχουν πολλές αντίστοιχες συνομοσπονδίες, όπως τα Βλαχοχώρια, με τα δυο κεφαλοχώρια τους Συράκω και Καλαρρύτη να δεσπόζουν. Διευρυμένα προνόμια έχουν και τα Μαδεμοχώρια ήΧάσσικα χωριά της Χαλκιδικής. Αυτό συνέβαλε στην ανάδειξη μιας ξεχωριστής τάξης εντός των κοινοτήτων, των κοτζαμπάσηδων, που προήχθησαν, επί τουρκοκρατίας, σε φοροεισπράκτορες και διαμεσολαβητές με την ανώτατη εξουσία. Αργότερα θα αποτελέσουν τον κορμό της πολιτικής ηγεσίας των επαναστατημένων χριστιανών, φέροντας όμως και τα «κουσούρια» της, επί αιώνες, συνύπαρξης τους με το διεφθαρμένο οθωμανικό σύστημα… Επιπρόσθετα έξοδα εξοικονομούνταν για την αυτοκρατορία, από την παραχώρηση της κοινωνικής πρόνοιας στους ίδιους τους κατακτημένους. Στις αυτόνομες κοινότητες λειτουργούν, με κοινοτικά έξοδα ή πλουσίων, πλήθος σχολείων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων. Ειδικά στα σχολεία, έστω και ατελώς, λόγω και της στάσης της εκκλησίας απέναντι στην κοσμική παιδεία, φυτεύονται οι πρώτοι σπόροι της αμφισβήτησης της οθωμανικής εξουσίας. Από την άλλη το κυριότερο μειονέκτημα των αυτόνομων κοινοτήτων, για το αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας, ήταν η μη επαρκής αφομοίωση των γηγενών πληθυσμών στον μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και τα ορλωφικά, στα 1770, καμία σοβαρή ένδειξη διατάραξης του modus vivendi δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Μικρές τοπικές εστίες έντασης αφορούν περισσότερο κατάχρηση εξουσίας, από πλευράς οθωμανικών αρχών, γεγονός που επισείει πολλές φορές την τιμωρία του Οθωμανού αξιωματούχου, χωρίς κανένα άλλο συνολικότερο απελευθερωτικό αίτημα. Ο ξεσηκωμός του 1821 έθεσε τέλος στην συνύπαρξη του Rum millet με τους Οθωμανούς, οδηγώντας και τις δυο πλευρές σε ωμότητες, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν πάρει τέτοια έκταση. Ενδεικτική είναι η σφαγή της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβρη του 1821 και τα αντίποινα των Οθωμανών με την σφαγή της Χίου τον Απρίλη του 1822. Το σύστημα αυτό εν τέλει καλλιέργησε ένα ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα, που δυσκόλεψε πολύ το μικρό ασθενικό κράτος να επιβάλλει την εξουσία του σε όλη την επικράτεια του. Η περίπτωση της Μάνης (ξανά…) είναι χαρακτηριστική. Δια μέσου του θεσμού των αυτόνομων κοινοτήτων κάθε millet διατήρησε ανέπαφη την πολιτιστική ιδιαιτερότητα τού, αφού κανείς σουλτάνος δεν διαμόρφωσε έναν κρατικό θεσμό αφομοίωσης των γηγενών πληθυσμών. Όσο οι φόροι εισπράττονταν και τηρούνταν η αυτοκρατορική νομιμότητα, τα millet της αυτοκρατορίας απολάμβαναν της pax ottomanica.
Ο ισχυρότερος ήρωας των Αχαιών στην επική παράδοση φέρει όνομα, το οποίο έχει γνήσια μυκηναϊκή καταγωγή, αφού απαντά στις μυκηναϊκές πινακίδες της Εποχής του Χαλκού ως όνομα καθημερινών ανθρώπων και στην Κνωσό και στην Πύλο (Αχιλλεύς, Αχιλλήwει -ονομαστική και δοτική αντίστοιχα).Παλιότερα υπήρχε μια τάση να συνδεθεί το όνομα με το πρώτο στοιχείο του ονόματος των ποταμών Αχελώος και Αχέρων, όπου η ρίζα αχ- θα συνδεόταν με την έννοια «ύδωρ, νερό» και ίσως να είχε και χθόνιες συνδηλώσεις.
Σήμερα η άποψη αυτή έχει γενικά εγκαταλειφθεί και οι περισσότεροι ειδικοί συνδέουν το όνομα με τη ρίζα της λέξης ἄχος (=πόνος, θλίψη, στενοχώρια, άγχος αγωνία, λύπη). Η σύνδεση αυτή είχε γίνει ήδη από την αρχαία εποχή και αναβίωσε χάρη σε τρεις σπουδαίους φιλολόγους της σύγχρονης εποχής, τους Kretschmer, Palmer και Nagy. 
Ο πρώτος θεωρεί ότι το όνομα σχηματίστηκε ως εξής (οι τύποι με αστερίσκο είναι υποθετικοί):ἄχος > *ἀχίλος (όπως οργή > οργίλος) > Ἀχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που έχει τάση για ἄχος» με το ἄχος να έχει μια από τις σημασίες που αναφέρονται παραπάνω. Ομοίως οργίλος = αυτός που έχει τάση για οργή.
Οι Palmer και Nagy θεωρούν ότι το όνομα είναι σύνθετο, ἄχος + λαwός (= στρατός), και σχηματίστηκε ως εξής:ἀχι- (η μορφή που παίρνουν αντίστοιχα ουσιαστικά κατά τη σύνθεση. Πβ. κῦδος > κυδι-άνειρα / κάλλος > καλλι-άνασσα) > *Ἀχί-λαwος > Αχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα ήταν υποκοριστικό. Πβ. Πατροκλέwης > Πάτροκλος, Εχέλαwος > Έχελος, Πενθίλαwος > Πένθιλος. Ο διπλασιασμός του συμφώνου (εδώ -λλ-) είναι συχνός στα υποκοριστικά (π.χ. Χάριλλος < Χαρίλαος, Κλεόμμας < Κλεομένης), το ίδιο και η κατάληξη -εύς (Αλεξεύς < Αλέξανδρος). Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που προκαλεί ἄχος στον στρατό»






παλιά επαγγέλματα