Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Το 395 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αρκάδιος μετέφερε από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη τη ζώνη της Θεοτόκου, ένα από τα λιγοστά κειμήλια του επιγείου βίου της Παναγίας, κατασκευασμένη από τρίχες καμήλας. Την τοποθέτησε σε μία χρυσή θήκη, που ονομάστηκε Αγία Σωρός, και την εναπόθεσε στοΤμήμα της Τιμίας Ζώνης βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, δωρεά του Σέρβου ηγεμόνα Λάζαρου (1371-1389). Ναός αφιερωμένος στην Τίμια Ζώνη υπάρχει στην Αθήνα (Πατήσια).

Απολυτίκιο

Θεοτόκε αειπάρθενε, των ανθρώπων η σκέπη, Εσθήτα και Zώνην του αχράντου σου σώματος, κραταιάν τη πόλει σου περιβολήν εδωρήσω, τω ασπόρω τόκω σου άφθαρτα διαμείναντα, επί σοι γαρ και φύσις καινοτομείται και χρόνος, διο δυσωπούμεν σε, ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος. 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

http://www.ww2.gr/
B Παγκόσμιος πόλεμος

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

http://www.classicfm.com/instruments/piano/best-pianists-ever/

Οι καλύτεροι πιανίστες όλων των εποχών

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016




Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας είναι η συνδυασμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 626 κι ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν και απέδωσαν τη νίκη τους στην Παναγία, στην οποία αφιέρωσαν τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Όταν ο Ηράκλειος ανέλαβε την εξουσία στο Βυζάντιο (610), η αυτοκρατορία βρισκόταν σχεδόν υπό κατάρρευση, από την άφρονα διακυβέρνηση του στρατηγού Φωκά. Οι Σλάβοι άρχισαν να γίνονται και πάλι απειλητικοί, όπως και οι Άβαροι, νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στις ουγγρικές πεδιάδες.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εξακολουθούσε να είναι οι Πέρσες, που δια του βασιλιά τους Χοσρόη Β’ ήθελαν να διώξουν τους Βυζαντινούς από την Ανατολική Μεσόγειο. Το 614, μάλιστα, κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και μετέφεραν τον Τίμιο Σταυρό στην πρωτεύουσά τους.
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας. Η απόφασή του ήταν να τις λύσει με τα όπλα και γι’ αυτό το λόγο συγκρότησε ισχυρό στρατό. Προσέδωσε, μάλιστα, στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου, αφού το σύμβολο του Χριστιανισμού βρισκόταν ακόμη σε χέρια απίστων. Πρώτα, όμως, φρόντισε να κλείσει συμφωνία με τους Αβάρους για να έχει τα νώτα του καλυμμένα.
Ο πόλεμος με τους Πέρσες κράτησε έξι χρόνια (622-628) και ήταν μία σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο Χοσρόης δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο ήλθε σε συμφωνία με τον χαγάνο (ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Βυζαντινών.
Πράγματι, στις αρχές Μαΐου του 626, οι Άβαροι συνεπικουρούμενοι από σλαβικά φύλα - Χρωβάτες (Κροάτες) και Σέρβους - πολιόρκησαν κατ’ αρχάς τη Θεσσαλονίκη επί 33 ημέρες και αφού απέτυχαν, στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, έξω από τα τείχη της οποίας έφθασαν στις 29 Ιουνίου. Το ίδιο διάστημα έφθασε από τη Μικρά Ασία και μία περσική στρατιά υπό τον Σαρβαραζά, η οποία στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα. Η Πόλη κλείστηκε από παντού. Στις 30 Ιουλίου, οι Άβαροι έστησαν πολιορκητικά μηχανήματα και την επομένη άρχισαν την επίθεση. Η δύναμη που παρέταξαν αριθμούσε από 80.000 έως 2.500.000 άνδρες, σύμφωνα με διάφορες πηγές. Το πιθανότερο, όμως, ήταν να μην ξεπερνούσαν τους 150.000 άνδρες.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους πολιορκούμενους, καθώς ο Ηράκλειος βρισκόταν εκτός της Κωνσταντινούπολης, πολεμώντας τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Στη θέση του είχε αφήσει τον ανήλικο γιο του Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας οι Βυζαντινοί γνωρίζοντας τον άπληστο χαρακτήρα του χαγάνου προσπάθησαν να τον δελεάσουν με χρήματα και χρυσό. Αυτός παρέμεινε ασυγκίνητος και ζητούσε μετ’ επιτάσεως την παράδοση της Πόλης. Είχε φαίνεται τους λόγους του, καθώς οι Βυζαντινοί υποδαύλιζαν με διάφορους τρόπους τις τάσεις ανεξαρτησίας που επεδείκνυαν οι Σλάβοι έναντι των Αβάρων.
Ο χαγάνος σε μία κίνηση αντιπερισπασμού έριξε μέσα στον Κεράτιο κόλπο μονόξυλα πλοιάρια, τα οποία είχαν κατασκευάσει σλάβοι, προκαλώντας αναταραχή στους Βυζαντινούς. Στις 3 Αυγούστου έριξε και τα υπόλοιπα μονόξυλα που διέθετε στο Βόσπορο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποβατικά για τη μεταφορά των περσικών δυνάμεων.
Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι επιτέθηκαν σ’ ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Κωνσταντινούπολης και κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, στην οποία οχυρώθηκαν. Την επομένη, το κατασκοπευτικό δίκτυο των Βυζαντινών είχε μία μεγάλη επιτυχία. Πληροφορήθηκε το σύνθημα της επίθεσης των σλαβικών πλοιαρίων, που ήταν το άναμμα πυράς από μία συγκεκριμένη θέση, που ονομαζόταν «Πτερόν». Ο Βώνος έδωσε διαταγή να ανάψουν φωτιές στη θέση «Πτερόν», οι οποίες προκάλεσαν την άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων και καθώς ήταν προετοιμασμένοι οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά τα αποδεκάτισαν. Την ίδια τύχη είχαν και τα μονόξυλα που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, τα οποία βυθίσθηκαν από το βυζαντινό ναυτικό. Γύρω στους 4.000 Πέρσες έχασαν τη ζωή τους.
Οι πολιορκημένοι πήραν θάρρος και από την πληροφορία ότι πλησιάζει με στρατό ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος. Βγήκαν από τα τείχη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο χαγάνος έλυσε την πολιορκία και με τον στρατό του αποχώρησε. Από τότε, οι Άβαροι δεν ξαναενόχλησαν τους Βυζαντινούς και εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα της αυτοκρατορίας. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της περσικής στρατιάς Σαρβαραζάς «επέστρεψε μετ’ αισχύνης» στην πατρίδα του, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.

Η θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών αποδόθηκε στην Παναγία. Ο Πατριάρχης, ο νεαρός Κωνσταντίνος, με όλους του επισήμους και τον λαό πήγαν στο ναό Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην «Τη υπερμάχω στρατηγώ».

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

A team of archeologists led by Professor Kutalmış Görkay of Ankara University recently unearthed three ancient Greek mosaics in the Turkish city of Zeugma near the border of Syria. The excavation project, which began in 2007, was spurred on by flooding in the area due to the construction of a dam. Fearing that the ancient treasures of Zeugma would be lost forever, archeologists rushed to excavate, protect, and conserve the relics of the past, including the remarkably intact glass mosaics that date back to the 2nd century BC. Although part of the city is now submerged underwater, excavations continue in the hopes of uncovering more historical artifacts.
According to Görkay, the colorful mosaics were integral parts of homes millennia ago. Depicting various mythological figures such as gods, goddesses, and ancient heroes, the mosaics were installed in a room so that guests could admire them while chatting and drinking. Subject matter was carefully selected according to the function of a room—for example, a bedroom might feature a mosaic that portrayed lovers such as Eros and Telete. Mosaics also reflected the homeowner's tastes and intellectual interests. The ancient city of Zeugma has a history that dates back to the 3rd century BC, when it was established as a Greek settlement called Seleucia by Seleucus I Nicator, one of Alexander the Great’s commanders. In 64 BC, the Romans conquered and renamed the town "Zeugma," a word meaning "bridge" or "crossing" in ancient Greek. For several centuries, Zeugma served as one of the most important centers of the Eastern Roman Empire thanks to its geographic location on the border between the Greco-Roman world and the Persian Empire. As the Roman Empire declined, so did Zeugma, until it finally fell in AD 253 when Sassanids from Persia attacked the city. For over a thousand years, the importance and grandeur of the former cultural crossroads was forgotten, until new life began to be breathed into the city thanks to attention from the ongoing excavations.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

This is how to be happier, according to brain science

Gratitude creates happiness. I’m not advocating worry, guilt, and shame as the path to happiness. The illustration shows why we tend to succumb to thoughts that fuel these emotions. The real neural antidepressant is gratitude. Gratitude boosts levels of serotonin and dopamine—the brain’s happy chemicals and the same chemicals targeted by antidepressant medications. The striking thing about gratitude is that it can work even when things aren’t going well for you. That’s because you don’t actually have to feel spontaneous gratitude in order to produce chemical changes in your brain; you just have to force yourself to think about something in your life that you appreciate. This train of thought activates your brain to make you feel happier.
Labeling negative feelings dilutes their power. There is an amazing amount of power in simply labeling your negative emotions. In one study, participants underwent fMRI scans of their brains while they labeled negative emotions. When they named these emotions, the brain’s prefrontal cortex took over and the amygdala (where emotions are generated) calmed down. This effect doesn’t just work with your own emotions; labeling the emotions of other people calms them down too, which is why FBI hostage negotiators frequently rely on this technique.
Making decisions feels good. Similar to naming emotions, making decisions engages the prefrontal cortex, which calms the amygdala and the rest of the limbic system. The key is to make a “good enough” decision. Trying to make the perfect decision causes stress. We’ve always known that, but now there’s scientific research that explains why. Making a “good enough” decision activates the dorsolateral prefrontal areas of the brain, calming emotions down and helping you feel more in control. Trying to make a perfect decision, on the other hand, ramps up ventromedial frontal activity—which basically means your emotions get overly involved in the decision-making process.
It helps you to lend a hand. Taking the time to help your colleagues not only makes them happy but also makes you happy. Helping other people gives you a surge of oxytocin, serotonin, and dopamine, all of which create good feelings. In a Harvard study, employees who helped others were 10 times more likely to be focused at work and 40% more likely to get a promotion. The same study showed that people who consistently provided social support to others were the most likely to be happy during times of high stress. As long as you make certain that you aren’t overcommitting yourself, helping others is sure to have a positive influence on your happiness.
Our brains are wired for touch. Humans are social animals, to the point that our brains react to social exclusion in the same way that they react to physical pain, with activity in the anterior cingulate and insula. Similarly, our brains are hardwired to interpret touch as social acceptance. Touch is one of the primary stimuli for releasing oxytocin, which calms the amygdala and, in turn, calms emotions. There are even studies that show that holding hands with a loved one actually reduces the brain’s response to pain. You might think that’s bad news for people who are socially isolated, but studies show that a massage increases serotonin by as much as 30%. Touch reduces stress hormones, decreases the perception of pain, improves sleep, and reduces fatigue.
Bringing It All Together
Kolb’s research highlights just how amazing the brain is, and he summarized his findings succinctly when he said, “Everything is interconnected. Gratitude improves sleep. Sleep reduces pain. Reduced pain improves your mood. Improved mood reduces anxiety, which improves focus and planning. Focus and planning help with decision-making. Decision-making further reduces anxiety and improves enjoyment. Enjoyment gives you more to be grateful for, which keeps that loop of the upward spiral going. Enjoyment makes it more likely you’ll exercise and be social, which, in turn, makes you happier.”
Do you think these tricks might work for you? Please share your thoughts in the comments section below, as I learn just as much from you as you do from me.

Dr. Travis Bradberry 



Μιχάλης Σουγιούλ
Όνομα γέννησης Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου
Γέννηση 1 Αυγούστου 1906
Τόπος γέννησης Αϊδίνιο, Οθωμανική αυτοκρατορία
Θάνατος 16 Οκτωβρίου 1958 (52 ετών)
Ο Μιχάλης Σουγιούλ (καλλιτεχνικό επώνυμο του Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου, Αϊδίνιο Μικράς Ασίας, 1 Αυγούστου 1906 - Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 1958) ήταν σημαντικός Έλληνας συνθέτης ελαφράς μουσικής.
Σύντομο βιογραφικό
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, πλούσιοι δερματέμποροι, μετανάστευσε στην Αθήνα το 1920 και ο νεαρός τότε Μιχάλης αρχικά εργάσθηκε ως αυτοδίδακτος πιανίστας, πριν ταξιδέψει στη Μασσαλία για μουσικές σπουδές. Χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό επώνυμο "Σουγιούλ" από το 1931, οπότε και περιόδευσε στην Ευρώπη ως μέλος Αργεντίνικης ορχήστρας. Ήταν συγγενής της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, της γνωστής προπολεμικής φωτογράφου "Nelly's". Πέθανε από (δεύτερο) εγκεφαλικό επεισόδιο το 1958 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τον γιο του Θάνο, που έπεσε θύμα τροχαίου λίγα χρόνια μετά, και τις κόρες του Μαρία, Ηρώ και Αλίκη.
Υπήρξε πολυγραφότατος στο είδος της ελληνικής ελαφράς μουσικής κατά τον Μεσοπόλεμο και την πρωτη μεταπολεμική/μετεμφυλιακή δεκαετία, γράφοντας περισσότερα από 700 τραγούδια σε όλα τα στυλ, ταγκό, ρομάντζες, βαλς, καντάδες, δημοτικά, πατριωτικά και λαϊκά, και με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Είχε γράψει μουσική για 45 θεατρικές επιθεωρήσεις και 10 κινηματογραφικές ταινίες (Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Το σωφεράκι "Μια ζωή την έχουμε" και άλλες), ενώ εργαζόταν ανελλιπώς ως μαέστρος σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και Μουσουργών, διευθυντής Ακρόασης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και των εταιρειών δίσκων Cοlumbia και Parlophone.
Ανάμεσα στα γνωστότερα τραγούδια του, που παραμένουν κοσμαγάπητα για περισσότερο από μισόν αιώνα αφότου γράφτηκαν, συμπεριλαμβάνονται τα: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας ερχόσουν για λίγο», «Κάτι με τραβά κοντά σου», «Ο μήνας έχει εννιά», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», «Το τσαρούχι», «Αρχισαν τα όργανα», «Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα» (γνωστότερο και ως ο «Μανόλης ο Τραμπαρίφας»), «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει», «Μονά - Ζυγά», «Άτιμη Τύχη», «Σβήστε με απ' τον χάρτη» και πάρα πολλά άλλα. Στο πασίγνωστο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» χρησιμοποίησε τη μελωδία του δικού του τραγουδιού «Ζεχρά» (αρχικά γραμμένου το 1938 σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη) με νέους στίχους του Μίμη Τραϊφόρου γραμμένους για τη Σοφία Βέμπο.
Σε συνεργασία με τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο, ως στιχουργούς, δημιούργησε μεταπολεμικά τη σχολή του "αρχοντορεμπέτικου", μία σχολή που συνδύαζε λαϊκότροπους -συνήθως χιουμοριστικούς- στίχους και μουσική, με δυτικότροπες ενορχηστρωτικές επιρροές. Πρώτο τραγούδι της σχολής αυτής ήταν «Το τραμ το τελευταίο» σε Αθηναϊκή τότε επιθεώρηση.

Ο Μιχάλης Σουγιούλ συνεργάστηκε με όλους τους δημοφιλείς ερμηνευτές της εποχής, όπως με τη Σοφία Βέμπο, με την οποία περιόδευε στο Αλβανικό μέτωπο, τη Δανάη, την Καίτη Μπελίντα, τον Τώνη Μαρούδα, την Κάκια Μένδρη, τη Στέλλα Γκρέκα, τη Μάγια Μελάγια, τον Νίκο Γούναρη, τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά ακόμα και τον Στελλάκη Περπινιάδη και άλλους.